σκήπτομαι

σκήπτομαι
σκήπτω
prop
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • άσκηπτος — ἄσκηπτος, ον (AM) [σκήπτομαι] ο απροσποίητος, ο ειλικρινής …   Dictionary of Greek

  • σκηρίπτω — Α (επικ. τ.) 1. στηρίζω, στυλώνω 2. μπήγω, φυτεύω στέρεα («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.) 3. παθ. σκηρίπτομαι υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.) 4. φρ. «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» στηριζόμενος ωθεί με χέρια και… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱԿԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0192 Chronological Sequence: 6c մ. Իբրեւ մական կամ ʼի մական. *Իբրեւ ընդ կոյր կենցաղ անցեալ՝ յեցեալ յուսացեալ մականաբար ʼի զգայութիւնսն՝ յանհաստատ եւ յանկայուն բնութեամբ իրս. Փիլ. իմաստն.. յն. բայիւ σκήπτομαι innitor ut baculo …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”